ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΛΙΤΗΣ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΤΗΡΩΝΟΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΟΡΙΑ ΡΩΜΗΣ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

 




Roma

 

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΤΗΡΩΝΟΣ

 

 

        Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου παραχωρήθηκε στήν Ὀρθόδοξη Μητρόπολη Ἰταλίας καί Μελίτης - ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης - τόν Ἀπρίλιο τοῦ ἒτους 2000 κατόπιν ἀόκνων καί συντονισμένων ἐνεργειῶν, κόπο καί ζῆλο, ἐπιμελοῦς φροντίδας καί στενῆς συνεργασίας τοῦ Σεπτοῦ Ποιμενάρχου μας, Σεβασμ. Μητροπολίτου Ἰταλίας καί Μελίτης κ.κ. ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ μέ τό Ποντηφικόν Συμβούλιον τῆς Ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, κατόπιν ἐπίσημης αἰτήσης του πρός αὐτό. Ὁ Σεβεσμιώτατος ἐξεῦρε ἐπίσης καί τό κατάλληλο πρόσωπο γιά τήν πλήρη ἀνακαίνιση τῆς μεγαλοπρεποῦς Ἐκκλησίας, δηλ. μέσῳ τοῦ κ. Δημ. Μεφαλόπουλου, τήν εὐγενεστάτη Κα Φωτεινή Λιβανοῦ. Τά ἐγκαίνια της ἐτέλεσε τήν 1η Ἰουλίου 2004 ἡ Α.Θ.Π. ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος ὁ Α΄.  

        Ἡ ροτόντα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, στούς πρόποδες τοῦ Παλατίνου Λόφου, ἀντιπροσωπεύει ἕνα μνημεῖο οἱ ρίζες τοῦ ὁποίου μᾶς ὁδηγοῦν στήν καρδιά τῆς ρωμαϊκῆς μυθολογίας καί στήν ἱδρυση τῆς Αἰωνίας Πόλης: καθώς σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ἡ μικρή ἐκκλησία πού χρονολογεῖται ἀπό τόν 6ο αἰώνα οἰκοδομήθηκε πάνω στά ἐρείπια ἑνός ἀρχαίου ναοῦ, πού ἦταν κτισμένος στό σημεῖο ὅπου τρεφόνταν ἀπό τή λύκαινα ὁ Ρωμύλος καί ὁ Ρέμος, στίς ὄχθες τοῦ Τίβερη (τά νερά τοῦ ὁποίου τήν ἐποχή ἐκείνη ἔφθαναν ὥς τούς πρόποδες τοῦ Παλατίνου λόφου).  

        Τό μνημεῖο ἄν καί δηλώνει τή ρωμαϊκή του πρόελευση ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀρχιτεκτονική του – κυκλική τρίκοχη αἴθουσα -, ἐντάσσεται, ὡστόσο, στό ἱστορικό πλαίσιο τῆς ἑλληνο-βυζαντινῆς παράδοσης στή Ρώμη (κατά τήν πρώϊμη μεσαιωνική περίοδο) καί πιθανότατα συνδέεται μέ τίς ρίζες μιᾶς ὀργανωμένης φιλανθρωπικῆς προσπάθειας ἐπισιτισμοῦ τῶν ἀπόρων πού προέρχεται ἀπό τήν Ἀνατολή: τῆς Διακονίας (Diaconia).

        Σχετικά μέ τόν προσδιορισμό τῆς προέλευσης τοῦ Ναοῦ διαθέτουμε ἐλάχιστα στοιχεῖα ἀπό γραπτά μνημεῖα: Ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό Itinerario di Einsiedeln καί ἀναφορές πού ἐντοπίζονται στό Liber Pontificalis Ἀπό τό Itinerario ἐπιβεβαιώνεται ἡ ὕπαρξη τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, δηλαδή ἡ ροτόντα, γύρω στά μέσα του 8ου αἰώνα, ἐνῶ ἀπό τό  Liber Pontificalis – πενῆντα περίπου χρόνια ἀργότερα, πρός τά τέλη τοῦ 8ου ἤ τίς ἀρχές τοῦ 9ου - ἐπιβεβαιώνεται τό διακονικό κύρος τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας.

        Μιά ἄλλη ὁδός γιά τή χρονολογική πρόσεγγιση τῆς ἵδρυσης τοῦ Ναοῦ θά μποροῦσε νά ἀποτελεῖ ἡ ἀρχαιολογική σκαπάνη, καθώς γνωρίζουμε ὅτι ἡ ροτόντα κτίσθηκε στό δεύτερο ἀπό τά τρία προαύλια πού ἀποτελοῦσαν τή μεγάλη ἀποθήκη τοῦ ἐπισιτισμοῦ. Ὡστόσο, μολονότι οἱ χρονολογίες τῆς ὑπαρξης τοῦ Ναοῦ, μέ βάση τίς πηγές, καί οἱ χρονικοί προσδιορισμοί πού χαρακτηρίζουν τίς ἀποθηκευτικές κατασκευές συντάσσονται, δέν ἐπαρκοῦν ὅμως. Ἔτσι θά πρέπει νά προσεγγίσουμε τό χρονικό τῆς ἵδρυσης τῶν Διακονιῶν στή Ρώμη, οὕτως ὥστε νά τοποθετήσουμε χρονικά τή θεμελίωση τῆς ροτόντας. Ἡ ἀνίχνευση τοῦ θεσμοῦ τῆς Διακονίας στή Ρώμη ὁροθετεῖται στίς ἀρχές τοῦ 7ου αἰώνα, μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου (595-604) καί τήν ὀργάνωση σέ ἐκκλησιαστικό πλέον περιβάλλον τῶν αὐτοκρατορικῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ ἐπισιτισμοῦ.

        Ἡ τοπογραφική θέση τῆς ροτόντας ἐνισχύει τήν ὑπόθεση ὅτι ὁ Ναός τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου ἱδρύθηκε ὡς Διακονία: καθώς ἀνεγέρθηκε στίς γραμμές κυκλοφορίας πού ξεκινοῦσαν ἀκτινωτά ἀπό τά λιμάνια τοῦ Τίβερη μέχρι τό κέντρο τῆς πόλης καί δίπλα στήν μεγάλη ἀποθήκη ἐπισιτισμοῦ  - ἡ ὁποία μάλιστα, ἀπό ἕνα σημεῖο καί ἔπειτα, συνέχισε νά λειτουργεῖ ἐξαρτημένη ἀπόλυτα ἀπό τή διοίκηση τῆς Διακονίας.


Ἀρχαιολογικά εὑρήματα

          Οἱ ἀρχαιολόγοι  πού ἀνέσκαψαν  τό χῶρο  τῆς  Ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου
Θεοδώρου ἔφεραν στό φῶς μεγάλο ἀριθμό διαφόρων οἰκοδομικῶν κατασκευῶν καί θεμέλια συγκροτημάτων τῆς ὕστερης αὐτοκρατορικῆς ἐποχῆς, δηλαδή τοῦ 4ου και 5ου αἰώνα π. Χ. Οἱ οἰκοδομικές αὐτές κατασκευές, πού ἐκτείνονται πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς σημερινῆς Ἐκκλησίας βορειοδυτικά, μέ κατεύθυνση τò Forum, ἀπολήγουν σέ ἕνα στενό πέρασμα, τό ὁποῖο ἔβλεπε σέ κάποια πύλη πού ἄνοιγε πρός τòhν Horrea (ἀποθήκη ἐπισιτισμοῦ). Ἀποκαλύπτοντας τό ἐσωτερικό δάπεδο τῆς ροτόντας βράθηκαν ἀποσπώμενοι τάφοι τοῦ 19ου αἰώνα ὅπως καί ὑπολείμματα διαφόρων ἀρχιτεκτονικῶν μελῶν καί τοιχοποιίας: βάσεις κλιμακοστασίων, ἐξωτερικοί καί ἐσωτερικοί τοῖχοι, μία ἀψίδα, μαρμάρινες πλάκες, κίονες, κιονόκρανα, τμῆμα ψηφιδωτοῦ δαπέδου, ἀλλά καί ἄλλα πολεοδομικά καί ἀρχιτεκτονικά στοιχεῖα, τά ὁποῖα ὅμως δέν ἐπαρκοῦν γιά νά προσδιορίσουν ἱκανοποιητικά τό μέγεθος καί τά ὅρια τοῦ παλαιοχριστιανικοῦ ναοῦ πού λειτουργοῦσε ἐκεῖ, ἀπό τόν ὁποῖο διασώζεται τό ψηφιδωτό τῆς κόγχης του Ἱ. Βήματος. 


  Ἡ ἀναστήλωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἁγ. Θεοδώρου

          Ἡ χρονολογία ἀνέγερσης τῆς Ἐκκλησίας παραμένει ἄγνωστη, ἀλλά τό μωσαϊκό τῆς ἁψίδας μέ τόν Ἅγιο Θεόδωρο νά παρουσιάζεται μπροστά στόν ἔνθρονο Χριστό, χρονολογεῖται στά μέσα τοῦ 6ου αἰώνα καί μᾶς παρέχει ἔτσι μία ἡμερομηνία ante quem γιά τήν Ἐκκλησία πού βρίσκεται στόν αὐλόγυρο τῆς Horrea Agrippiana.

        Ἡ ἀρχιτεκτονική μορφή καί ὁ ἐσωτερικός διάκοσμος τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλεται ἀφενός σέ παρεμβάσεις πού ἔγιναν μέ πρωτοβουλία τοῦ Πάπα Νικολάου Ε’ (1453-1454) καί ἀφετέρου σέ ἀναστηλωτικές ἐργασίες, ἐπιτοίχιες τοιχογραφίες καί προσθῆκες στό σύνολο τοῦ συγκροτήματος  τοῦ Ναοῦ πού ἐκτελέστηκαν ἀπό τόν ἀρχιτέκτονα Carlo Fontana, ὑπό τήν ὑψηλή ἐπιστασία τοῦ Πάπα Κλήμεντος ΙΑ’ στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα.

        Τό χρονικό τῶν ἀναστηλωτικῶν ἐπεμβάσεων ἔχει ὡς ἑξῆς: Τό 1674 θεωρήθηκε ἀναγκαία μία ἀρχιτεκτονική παρέμβαση στόν περίβολο τοῦ Ναοῦ, γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν κυρίως προβλήματα ὑγρασίας πού ταλαιπωροῦν τό μνημεῖο ἕως καί σήμερα ἐξαιτίας τῆς χαμηλῆς του θέσης σέ σχέση μέ τόν Τίβερη. Παρόλη ὅμως τήν προσωπική ἐπίβλεψη τοῦ Καρδιναλίου Francesco Barberini, οἱ παρεμβάσεις αὐτές δέν ἔλυσαν τά προβλήματα. Ὁ ἀρχιτέκτονας Carlo Fontana, πού ἀνέλαβε τήν ἀνάπλαση καί ἀναστήλωση τῆς Ἐκκλησίας, κατέγραψε τήν κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν ἡ ροτόντα προτοῦ προχωρήσει τίς μελέτες καί ἐργασίες του. «Ὑπῆρχε, σημειώνει, μόνο ἕνας μικρός ἄμβωνας μέ ζωγραφισμένο τόν Ἅγιο Θεόδωρο καί ὁ Ναός εἶχε μετατραπεῖ  σέ φιλανθρωπικό κέντρο, καθώς ἄρρωστα παιδιά μέ τήν εὐλογία τοῦ Πάπα Κλήμεντα ΙΑ’, ἐπισκεπτόνταν τήν Ἐκκλησία τήν Κυριακή κατά κανόνα, καί ἴσως καί τήν Πέμπτη». Ὑπό τό πρίσμα αὐτό ὁ Fontana διαμόρφωσε μία ἄνετη δίρριχτη σκάλα πού ὁδηγοῦσε πρός τήν Ἐκκλησία ἀπό τό ἐπίπεδο τοῦ δρόμου, ἀντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα καί τά ἀποχετευτικά προβλήματα.

        Ὁ Πάπας μάλιστα εἶχε καί ἄλλες σκέψεις γιά τήν χρήση τῆς Ἐκκλησίας, καθώς εἶχε ἀποφασίσει νά ἀποτελέσει τήν ἐνορία τῆς πόλης τοῦ Urbino καί νά ἐγκαταστήσει στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου ἀδελφότητα, σχέδια πού ὡστόσο δέν κατόρθωσε νά ὑλοποιήσει πρίν τόν θάνατό του.

        Οἱ χωματουργικές ἐργασίες στόν περιβάλλοντα χῶρο τοῦ Ναοῦ ἄρχισαν τό 1702 καί στίς 20 Σεπτεμβρίου τοῦ ἴδιου χρόνου, ὁ Πάπας Κλήμης ΙΑ’ ἔδωσε ἕνα σεβαστό ποσό (2.000 σκοῦδα) γιά τήν ἀνακαίνιση καί ἀναδιακόσμηση τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγ. Θεοδώρου. Εἶχε μάλιστα τήν πρόθεση νά δαπανήσει ὅσα χρήματα ἀπαιτοῦνταν γιά τήν ἀποκατάσταση τοῦ μνημείου, ὅπως ἅρμοζε στήν ἱστορική του σημασία. Οἱ ἐργασίες γιά τήν ἐξωτερική ἀνάπλαση τῆς ροτόντας ὁλοκληρώθηκαν στίς 11 Μαΐου 1703 καί σ’ αὐτές συμπεριλαμβάνονταν: ἕνας κοῖλος τοῖχος πού ὁροθετεῖ τό προαύλιο πρός τήν πλευρά τοῦ Forum καί μία μνημειώδης διπλή σκάλα πού ὁδηγοῦσε πρός τό Ναό.

        Ὁ Πάπας Κλήμης ἐπισκέφθηκε τόν Ναό κατά τή διάρκεια τῶν ἀναστηλωτικῶν ἐργασιῶν, τίς 23 Νοεμβρίου 1702, καί έξέφρασε στόν ἀρχιτέκτονα Fontana τίς ἀμφιβιλίες του γιά ὁρισμένα ἀπό τά σχέδιά του, ὅπως καί τήν ἐπιθυμία του νά σεβαστεῖ ἀπόλυτα τό ἱστορικό κτίσμα καί τά δείγματα τῆς τεχνικῆς καί τῆς τέχνης πού τό χαρακτήριζαν. Ὁ Fontana ὑποχρεώθηκε νά ἐνδώσει στίς ἀπαιτήσεις τοῦ Πάπα καί ἡ πρόθεσή του νά ἀντικαταστήσει τό θόλο πού κατασκευάστηκε ἐπί Πάπα Νικολάου Ε’ μέ ἕνα νέο καί νά μετακινήσει τά παράθυρα ματαιώθηκε. Ὁ ἴδιος, ἄλλωστε, ὁ Fontana τονίζει στίς σημειώσεις του ὅτι ὁ Πάπας Κλήμης «μέ μεγάλο πατρικό ἔλεος ἐκτιμοῦσε καί σεβόταν τά ἀρχαῖα καί παλαιότερα ἐγκαταλελειμένα ἱερά κρίσματα» καί «παραλλήλιζε τήν ἀνακαίνιση τοῦ Ἁγ. Θεοδώρουμέἐκεῖνεςτῆς Santa Maria Trastevere, τῆς  Santa Maria Antiqua καίτῆς Santa Maria in Cosmedin».

        Τίς 11 Φεβρουαρίου 1729, τό συγκρότημα αὐτό τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου περιῆλθε στήν ἰδιοκτησία τῆς ἀδελφότητας τοῦ SS Cuore (τῆς ἱερᾶς καρδίας), ἡ ὁποία ἄλλαξε τή λειτουργία τοῦ χώρου σύμφωνα μέ τό δικό της τυπικό καί τούς σκοπούς της. Ἀργότερα ὅμως, στίς 22 Νοεμβρίου 1738, ὁ Πάπας Κλήμης ΙΒ’ ἐπανέφερε τήν Ἐκκλησία στό προηγούμενο ἰδιοκτησιακό καθεστώς καί τό 1739 ἕνα νέο παρεκκλήσιο καί ἱεροφυλάκιο προστέθηκαν κάτω ἀπό το χῶρο πού φυλάσσονταν τά ἱερά ἀντικείμενα. Τά δύο πλευρικά παρεκκλήσια πού καί σήμερα κοσμοῦνται ἀπό δύο μεγαλόσχημους πίνακες προέβαλαν τόν πολιοῦχο Ἅγιο τοῦ Urbino S. Crescentino, (Ἅγιο Κρεσκεντίνο) ἔργο τοῦ Giuseppe Ghezzi, τοῦ 1707 (σήμερα στήν Ἐκκλησία), και τόν S. Giuliano (Ἅγιο Ἰουλιανό, Ἀλεξανδρινό μάρτυρα) τοῦ Baciccio (σήμερα χαμένο), τόν ὁποῖο ἀντικαθιστά ἕνας ἄλλος πίνακας τῶν Ἁγίων  S. Ranieri da Pisa καί τῆς Santa Giacinta Mariscotti, προστατῶν τοῦ τάγματος «τῆς ἱερᾶς καρδίας τοῦ Ἰησοῦ»

        Μία νέα ἀνακαίνιση θεωρήθηκε ἀναγκαία γιά τό ἐσωτερικό τοῦ Ναοῦ στά 1777-1779, ὁπότε οἱ Ἅγιες Τράπεζες ἀντικαταστάθηκαν, ἐνῶ δέκα χρόνια νωρίτερα, τό 1769, εἶχε προστεθεῖ ἕνα καμπαναριό. Προσθῆκες στό συγκρότημα τοῦ Ναοῦ ἔγιναν καί κατά τήν περίοδο 1823-1825: τό ἱερό ξανακτίστηκε καί προστέθηκε ἕνας τοῖχος μεταξύ τῶν προαυλίων καί τῶν γειτονικῶν κήπων, ἐνῶ ἀνακαινίστηκαν τό ἐσωτερικό τῆς ἐκκλησίας, τό προαύλιο καί τό κοιμητήριο. Ἡ πλέον σοβαρή ἐπέμβαση στίς ἐργασίες τοῦ Fontana ἔγινε κατά τή διάρκεια τῆς ἀνστήλωσης τοῦ 1851-1852. Οἱ πλευρές τῶν ἁψίδων καταστράφηκαν, ὅπως καί οἱ κονσόλες πού ἀνῆκαν σ’ αὐτές, ἀχρηστεύθηκαν καί τροποποιήθηκαν τμήματα τοῦ θόλου καί ἔτσι τά ἐναπομείναντα δείγματα τῶν ἐργασιῶν τοῦ Carlo Fontana περιορίζονται στό χῶρο πού καταλάμβαναν οἱ ἄμβωνες – τῶν ὁποίων ἄλλαξε  ἡ χρήση, μετατράπηκαν δηλ. σέ πλευρικές Ἅγιες Τράπεζες – καί σέ ὁρισμένα ἀρχιτεκτονικά μέλη πού τούς περιβάλλουν.


Ἡ πρόσβαση στόν Ἱερό Ναό.

        Ἡ δίφυλλη κεντρική θύρα τοῦ  Ναοῦ, μέ τή μαρμάρινη πορτοσιά καί τά ἐμβλήματα τοῦ πάπα Νικολάου Ε’ σκαλισμένα σέ μάρμαρο, τά ὁποῖα πλαισιώνουν ὡς παραστάδες τό φάτνωμα τῆς θύρας, χρονολογοῦνται ἀπό τόν 15ο αἰώνα καί ἀποδόθηκαν, ἔπειτα ἀπό συντήρηση, μέ τήν ἀρχική τους μορφή. Τό ἀπέριττο σχέδιο τῆς θύρας μέ τά ὀρθογώνια φατνώματα χαρακτηρίζεται ἀπό πλατυκέφαλα καρφιά, συμετρικά διατεταγμένα στά περιθώρια καί στούς ταμπλάδες. Τήν πύλη τοῦ Ναοῦ στέφει φάτνωμα σέ σχῆμα κοίλης πυραμίδας, τό ὁποῖο προστατεύει ἐπιτοίχια νωπογραφία μέ τή φάτνη τῆς Γέννησης.

        Εἰσερχόμενοι στό κυρίως σῶμα τοῦ Ναοῦ, δηλαδή στή Ροτόντα, παρατηροῦμε ἕναν «κλασσικό» διάκοσμο τῶν ἐπιτοίχιων ἐπιφανειῶν, ὁ ὁποῖος καταλήγει στήν κορυφή τοῦ τρούλου. Συμμετρικά διατεταγμένα ἡμικιόνια πλαισιώνουν τίς ἐπιτοίχιες ἐπιφάνειες μέ μόνο διακοσμητικό τους μία σειρά ἀπό σταυρούς ἐγγεγραμμένους σέ κύκλο, οἱ ὁποῖοι ἀναπτύσσονται, συμμετρικά καί πάλι, σέ κάθε ἡμικιόνιο καί στόν ἄξονα τῶν ἐπιφανειῶν πού ὁροθετοῦν. Ἡ ἐπιτοίχια αὐτή διακόσμηση, πού διακρίνεται γιά τόν ἁπαλό της χρωματισμό σέ σπασμένο λευκό καί σιέλ, χρονολογεῖται ἀπό τόν 16ο αἰώνα. Κατά τόν 18ο αἰώνα ὅλες οἱ ἐπιφάνειες, καί ὁ τροῦλος ἀκόμη, καλύφθηκαν ἀπό πολύχρωμες, κυρίως γεωμετρικές καί φυτικές, διακοσμήσεις, μέ βάση τά χρώματα τῆς ὤχρας καί τῆς ὄμπρας. Ὡς ἐπιστύλιο τῶν ἡμικιονίων ἐπιλέχθηκε μία σκαλιστή ξύλινη κατασκευή, ἐν εἴδει στέμματος, πού ὁρίζει τή σύνδεση τῶν πλευρικῶν τοίχων μέ τόν τροῦλο στίς ροζέτες τῆς ὁποίας εἶναι ἁγιογραφημένοι οἱ ὀκτώ προφῆτες. Δηλ. ὁ Δαυΐδ, ὁ Ἡσαΐας, ὁ Ἠλίας, ὁ Δανιήλ, ὁ Ἱερεμίας, ὁ Σολομών, ὁ Ἰωήλ καί ὁ Ναούμ. Τό στέμμα αὐτό λειτουργεῖ καί ὡς φωτιστικό σῶμα καί εἶναι ἐπιζωγραφισμένο μέ συνδυασμούς χρωμάτων πού παραπέμπουν στίς διακοσμήσεις τοῦ 18ου αἰώνα.   

        Τρία ὁμοιόμορφα ὑαλοστάσια καί ἕνα ὀρθογώνιο στόν ἄξονα τῆς Ὡραίας Πύλης καί πάνω ἀπό τό Ἱερό, μέ κυανούς ὑαλοπίνακες σέ ἁπλή σιδερένια κάσα, δίνουν ἄπλετο φῶς στόν Ναό. Ὁ τροῦλος, πού ἐνσωματώθηκε μεταγενέστερα στό ἀρχικό σχῆμα τῆς Ροτόντας τοῦ Ναοῦ τοῦ 6ου αἰώνα, ἔχει ἀναγεννησιακό χαρακτήρα. Τά θωράκια πού σχηματίζονται ὡς ἐπέκταση τῶν ἐπιτοιχίων ἡμικιονίων συγκλίνουν πρός μία ροζέτα πού διακοσμεῖ τήν κορυφή του ὅπου ὑπάρχει ἀνάγλυφο τό ἔμβλημα τοῦ Πάπα Νικολάου Ε’. Ἡμισφαίρια καί ρόδακες ἀποτελοῦν τόν ζωγραφικό διάκοσμο τοῦ τρούλου, στά ἴδια χρώματα καί στό αὐτό σχεδιαστικό ὕφος μέ τίς ὑπόλοιπες ἐπιτοίχιες ἐπιφάνειες τοῦ κεντρικοῦ σώματος τοῦ Ναοῦ. Στήν κορυφή τοῦ τρούλου ἀναρτήθηκε ὁ Παντοκράτορας, ὁ ὁποῖος στό μάτι τοῦ ἐπισκέπτη διαγράφεται ὡς φυσική ἀπόληξη τῶν «ἐσωθωρακίων» του. Ἡ κοίλη αὐτή γύψινη κατασκευή δέν ἐφάπτεται τοῦ τρούλου, περιμετρικά μάλιστα τοποθετήθηκε φωτισμός καί ἔτσι ὁ Παντοκράτορας, ἀναδεικνύεται ἀπόλυτα, σχεδιαστικά καί χρωματικά, μέσα στόν ἀναγεννησιακό διάκοσμο τοῦ τρούλου.

        Τό δάπεδο τοῦ Ναοῦ εἶχε ἐπιστρωθεῖ παλαιότερα μέ πλακίδια ἀπό τερακότα, τά ὁποῖα ἀποξηλώθηκαν καί ἀντικαταστάθηκαν μέ μαρμάρινη ἐπίστρωση. Ὡς σχέδιο ἐπίστρωσης ἐπιλέχθηκε αὐτό πού χαρακτηρίζει τόν τροῦλο: μέ ἀφετηρία τόν ὀμφαλό τοῦ κέντρου τῆς σύνθεσης – στόν κάθετο ἀξονα μέ τόν Παντοκράτορα - ἐξακτινώνονται λωρίδες σέ σχῆμα τραπεζιοῦ. Τά μάρμαρα εἶναι τύπου Bardiglio Cielo (τῆς Καρράρας), Verde Atlandide, Giallo Siena καί Statuario Venato (Versiglia).

        Δεξιά καί ἀριστερά ἀπό τήν κεντρική εἴσοδο, στόν ὁριζόντιο ἄξονα τῆς ροτόντας, εἶχαν κατασκευασθεῖ δύο ἀψιδωτά παρεκκλήσια, πού χαρακτηρίζονται ἀπό τίς ἐπιβλητικές μαρμάρινες τράπεζες, μέ μάρμαρα τύπου Σιέννας καί ἄλλα πού σήμερα σπανίζουν ἤ δέν ἐξορύσσονται πιά, ὅπως: Rosso Breschiato, Verde Antico καί Giallo Infico. Δύο μεγαλόσχημες μαρμάρινες κορνίζες,πού περιβάλλουν τίς ἐλαιογραφίες μέ τόν μάρτυρα Ἅγιο Ἰουλιανό καί τόν Ἅγιο Crescentino, μνημονεύουν τά ὀνόματα τῶν μαρτύρων αὐτῶν.

        Ὁ χῶρος τοῦ Ἱεροῦ ἔχει θολωτό σχῆμα καί διακρίνεται ἀπό διακοσμητικά καί ἁγιογραφικά στοιχεῖα διαφόρων ἐποχῶν, πού χρονολογοῦνται ἀπό τόν 6ο μ. Χ. αἰώνα ἕως σήμερα. Οἱ δύο πλευρικοί τοίχοι τοῦ Ἱεροῦ φέρουν δείγματα ἐπιτοιχίων διακοσμήσεων καί ζωγραφικῆς τοῦ 18ου αἰώνα καί δέν θεωρήθηκε ἀναγκαῖο νά ἀπαλειφθοῦν γιά νά ἀποκαλυφθεῖ τό προγενέστερο διακοσμητικό τούς ὕφος. Ἄλλωστε, πάνω ἀπό τίς δύο δίφυλλες πόρτες τοῦ Ἱεροῦ (ἡ μία εἶναι ζωγραφισμένη ψευδόπορτα) ὑπάρχουν νωπογραφίες μέ θρησκευτικές σκηνές πού παρουσιάζουν ἰδιαίτερο καλλιτεχνικό ἐνδιαφέρον. Στή βάση τοῦ θόλου ἔχει σχεδιαστεῖ μία σειρά ἀπό ρωμαϊκά φατνώματα, ἐνῶ ὁ ὑπόλοιπος διάκοσμος εἶναι ἐμπνευσμένος ἀπό μοτίβα τῆς ἁγιογράφησης τῶν καθολικῶν Ναῶν. Ἀπέναντι ἀπό τήν Ὡραία Πύλη τοῦ Τέμπλου, δύο ἄγγελοι ἀπό γύψο ὑποβαστάζουν μία περίτεχνη κορνίζα, ἀπό μάρμαρο Σιένας, μέσα στήν ὁποία τοποθετήθηκε ἡ φορητή εἰκόνα τῆς Πλατυτέρας. Ἡ ἀνατολική πλευρά τοῦ Ἱεροῦ καταλήγει σέ ἡμιθόλιο, ὅπου εἶναι τοποθετημένο τό ἱστορικό ψηφιδωτό τοῦ 6ου αἰώνα, τό ὁποῖο παριστάνει τόν Ἰησοῦ καθήμενο σέ γήινη σφαίρα καί πλαισιωμένο ἀπό τούς Ἀποστόλους Πέτρο καί Παῦλο, τόν Ἅγιο Θεόδωρο καί ἕναν ἄγνωστο μάρτυρα. Ἡ Ἁγία Τράπεζα εἶναι πανομοιότυπη μέ τίς ἀντίστοιχες τῶν παρεκκλησίων καί κατασκευάστηκε μέ τά ἴδια μάρμαρα. Τά ζωντανά χρώματα καί τό ὕφος τοῦ ψηφιδωτοῦ, οἱ διακοσμήσεις ἀναγεννησιακοῦ χαρακτήρα, τά ζωγραφικά γεωμετρικά μοτίβα τοῦ 18ου αἰώνα, καί ἡ σύγχρονη εἰκόνα τῆς Πλατυτέρας, μοιάζει νά βρῆκαν ἕνα ἁρμονικό τρόπο συνύπαρξης, ἐνῶ μαρτυροῦν καί τή μεγάλη ἱστορική διαδρομή τοῦ μνημείου.

 

 

 

Οι σελίδες αυτές σχεδιάζονται και συντηρούνται από την thinkworks.com