
Τόν Ἃγιο μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο, ἓνα και μοναδικό τῆς περιόδου αὐτῆς μεταξύ τῶν ἐτῶν 297 – 306 μ.Χ., ἐγκωμιάζει στήν ὁμιλία του αὐτή ὁ Ἁγ. Γρηγόριος Νύσσης, χωρίς ἂλλο διακριτικό πού νά ξεχωρίζει ἂπὀ ἂλλον συνώνυμό του. Εἶναι ὁ ἲδιος καί μοναδικός στρατιωτικός μάρτυρας Θεόδωρος, καταγόμενος ἀπὀ τά Εὐχάϊτα τοῦ Πόντου. Ἒζησε καί μαρτύρησε ὡς στρατιωτικός στά χρόνια τῆς συγκυριαρχίας πέντε βασιλέων στήν αὐτοκρατορία τῆς Ρώμης (290 – 312 μ.Χ.), τοῦ Μαξιμιανοῦ. Μαξεντίου, Διοκλητιανοῦ, Μαξιμίνου καί Λικινίου.
Τόν ἲδιο μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο ἀναφέρουν καί ἐξυμνοῦν ἀπό τό μαρτυρολόγιο τοῦ ΙV αἰῶνος καί ἂλλοι ἐκκλησιαστικοί ρήτορες καί ποιητές μέχρι καί τόν VΙΙ αἰώνα, ὃπως ὁ Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως, καί τά δύο ἁγιολογικά Κοντάκια τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, τοῦ VΙ αἲῶνος. Στά Εὐχάϊτα τοῦ Πόντου, στόν τόπο καταγωγῆς τοῦ Ἁγ. Θεοδώρου, εἶχε ἀναγερθεῖ ἂπό τά μέσα τοῦ ΙV αἰῶνος τό «Μαρτύριον» τοῦ Ἁγίου, ἓνας μεγαλοπρεπής Ναός, ὃπου στίς 7 Φεβρουαρίου τό ἒτος 381 κατά τήν πανήγυρη τοῦ μεγαλομάρτυρος ἐκφώνησε τό ἐγκώμιό του αὐτὀ ὁ Ἃγ. Γρηγόριος Νύσσης.
Ὁ Ἃγιος Γρηγόριος, στό ἀξιόλογο αὐτό καί πολύτιμο ἱστορικά γιά τήν ἁγιολογία κείμενό του πρός τόν γενναῖο και εὐγενῆ μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο, τόν «ἀφ’ ἡλίου Ἀνατολῶν» - κατά τό βιβλίο τοῦ Ἰώβ (α΄,3)- ὡς πρός τήν καταγωγή του, περιγράφει συνοπτικά τό βίο του ὡς μεγαλομάρτυρος μέ γλαφυρότητα. Ὑπογραμμίζει τό ‘γωνιστικό του φρόνημα ὡς στρατιωτικοῦ, πού ἀντιστάθηκε στίς ἀπειλές καί τούς διωγμούς μέχρι τά φρικτά του βασανιστήρια καί τόν διά πυρᾶς θάνατο σέ ἀναμμένη κάμινο.
Ἀπό τά λίγα καί ἀμυδρά βιογραφικά στοιχεῖα, ἱστορικά καί ἒγκυρα, πού ἀναφέρει ὁ Ἁγ. Γρηγόριος, τά βασικώτερα στό κείμενό του εἶναι ὃτι ὁ Μἀρτυρας ὁμολόγησε στούς διοικητές του, ἐπί Μαξιμιανοῦ, τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό καί ἀρνήθηκε τήν λατρεία τῆς μητέρας τῶν θεῶν τῆς Ρέας, στό ναό της, πού ἦταν κτισμένος στήν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου, στίς ὂχθες τοῦ ποταμοῦ ὃπου εὑρίσκετο καί ὑπηρετοῦσε ὁ Μάρτυρας. Μέ τίς πιέσεις πού τοῦ ἀσκοῦσαν καί τά περιθώρια πού τοῦ ἒδεωσαν ὁ Ἃγιος κατόρθωσε καί πυρπόλησε τελικά τόν ναό.
Κατηγορεῖται ὡς ἐμπρηστής τοῦ ναοῦ καί παραπέμπεται νά δικασθεῖ ὡς αὐτουργός. Ὁ Ἁγιος δέν ἀρνεῖται τήν κατηγορία καί ἂφοβος στίς ἐρωτήσεις τῶν δικαστῶν τούς διακόπτει μέ τήν σύντομη ὁμολογία τῆς πράξεώς του. Ἀρνεῖται ἂκόμη καί τίς προσφερόμενες δόξες καί τιμές ἂλλά καί τό ὓπατο ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέως τῶν εἰδώλων. Ἀρνούμενος δέ τό ἀξίωμα περιγράφει μέ βδελυγμία τῆς ἀθλιότητα αὐτῆς τῆς ἱερωσύνης, ὡς ἀκὀλαστη καί ἀσελγή.
Μετά καί ἀπό τίς αὐστηρότατες αὐτές κρίσεις του ἀρχίζουν τά μαρτύρια τοῦ Ἁγίου ὡς ἀσεβαστάτου πρός τούς θεούς καί ὡς ὑβριστοῦ καί βλάσφημου πρός τούς βασιλεῖς. Καί ἐπειδή κατά τήν διάρκεια τῶν βασανιστηρίων παρέμεινε ἀκμαιοτάτη ἡ εὐσεβειά του και ἡ πίστη του διατάχθηκε ἡ διά πυρᾶς τελείωσή του. Ὁ τόπος τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου εἶναι προφανῶς ἡ Ἀμάσεια τοῦ Πόντου καί ὑπῆρξε πηγή θαυμάτων κατά τόν Ἃγιο Γρηγόριο, καί ἰδιαίτερα «ἰατρεῖον νόσων ποικίλων, λιμήν τῶν χειμαζομένων ταῖς θλίψεσιν». Ὁ μεγαλοπρεπής ὃμως Ναός τοῦ Ἁγίου ἀνηγέρθη στήν Ἀμάσεια ἐπί αὐτοκράτορος Ἀναστασίου Α΄ στά τέλη τοῦ V αἰῶνος.
Κατά τή συνήθεια ὃμως τῶν Χριστιανῶν, πού εἶχε προκύψει ὡς ἀναφαίρετο δικαίωμα, τό ἱερό Λείψανο τοῦ μεγαλομάρτυρος μεταφέρθηκε ἀμέσως στή γενέτειρά του, τά Εὐχάϊτα τοῦ Πόντου, ὃπου και ἀνηγέρθη τό «Μαρτύριον» τοῦ Ἁγίου καί συμπληρώθηκε ἐπί τόπου τό μεγαλοπρεπές οἰκοδόμημα τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ μεγαλομάρτυρος. Ἐκεῖ εὑρισκόμενος ὁ Ἁγ. Γρηγόριος ἀναφέρεται μέ πολύ σεβασμό καί προβάλλει τό Ἁγιο Λείψανο τοῦ μάρτυρος τό ὁποῖο ἔχει ἐνώπιόν του καί τό ὁποῖο «σεμνῶς ἐν ἱερῶ τόπῳ κατάκειται, ὣσπερ τι κειμήλιον πολύτιμον τῶ καιρῶ τῆς παλιγγενεσίας τηρούμενον». Καί διετηρεῖτο ἒπἰ αἲώνας τό σκήνωμά του στόν ἱερό ἐκεῖνο τόπο.
Ἀλλά ὁ Ἁγ. Γρηγόριος περιγράφει ἐπίσης και τόν Ἱ. Ναό ὡς οἰκοδόμημα μέ ζωηρά χρώματα, ὃπως καί τήν ἀριστοτεχνική ἱστόρηση τῆς ἱ. Εἰκόνος τοῦ Ἁγίου. Ἡ ὃλη δέ διακόσμηση τοῦ «Μαρτυρίου» ἒχει συμπληρωθεῖ μέ ἰδιαίτερη καλλιτεχνική ἐπιδεξιότητα καί περιγράφεται μέ θερμά λόγια.
Ἐπανερχόμενος ὁ Ἃγιος στό Ἱ. Λείψανο τοῦ Μάρτυρος, περιγράφει τό σεβασμό τοῦ λαοῦ μέ τόν ὁποῖο τό πλησίαζαν ἐντός τῆς λάρνακος καί τήν θερμή τους πίστη, ὃτι μέ τήν ἐπαφή τους πρός αὐτό δέχονται ἁγιασμό καί μεγάλη εὐλογία. Καί συμπληρώνει ὁ Ἁγ. Γρηγόριος ὅτι, ἐνῶ τελεῖται ἡ ἑορτή τοῦ Μάρτυρος ἃπαξ τοῦ ἒτους «οὐδέποτε λήγει τῶν κατά σπουδήν ἀφικνουμένων τό πλῆθος, τῶν μυρμήκων δέ σώζει τήν ὁμοιότητα ἡ ἒπί τάδε φέρουσα λεωφόρος, τῶν μέν ἀνιόντων, τῶν δέ ὑποχωρούντων τοῖς ἐρχομένοις».
Τέλος, μέ ζωηρή ἀποστροφή πρός τόν μακάριον μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο, με τήν εὐκαιρία τῆς ἐτήσιας πανηγύρεως στόν Ἱ. Ναό του, τόν καλεῖ μαζί μέ ὃλους τούς φιλομάρτυρες νά προσέλθει ὡς «ἀόρατος φίλος» καί προστάτης στήν ἀντιμετώπιση τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως καί νά συμβάλλει μέ τή δύναμη τῆς πρεσβείας του καί «ἀν γένηται χρεία» νά ἀθροίσει ὅλο τόν χορό καί τό πλῆθος τῶν ἀδελφῶν του μαρτύρων καί νά δεηθεῖ «μετά πάντων» ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας καί ἐναντίον τῆς εἰδωλολατρείας καί τῶν φοβερῶν αἱρέσεων.
«Ὃλοι ἐσεῖς ἀδελφοί μου, ὁ λαός τοῦ Χριστοῦ, τό ἃγιο ποίμνιο τοῦ νοητοῦ καλοῦ Ποιμένα, οἱ λειτουργοί τοῦ οὐράνιου Βασιλέως, ὃλοι ἐσεῖς, ἀστοί καί ἀγρότες, πού ἀπό παντοῦ μαζευτήκατε ἐδῶ, πῶς βρήκατε τά σημάδια τοῦ δρόμου καί πῶς ὁδηγήσατε τά βήματά σας σέ τοῦτο τόν ἱερό τόπο; Ποιός ἂραγε νά ξύπνησε μέσα σας τήν πνευματική ἀνάγκη, ὣστε γρήγορα νά σπεύσετε στήν ἑορτή πού ἒχουμε σήμερα ἐδῶ; Καί τοῦτο καταμεσίς τοῦ χειμῶνα, ὃπου ὃλα ἠρεμοῦν, οἱ πόλεμοι ἀναστέλλονται, οἱ πολεμιστές ἀποθέτουν τίς πανοπλίες τους γιά νά ξεκουραστοῦν, οἱ ναυτικοί ἀφήνουν τό πηδάλιο γιά χάρη τῆς οἰκογενειακῆς ζεστασιᾶς, καί οἱ γεωργοί ἡσυχάζουν καί περιορίζονται νά περιποιοῦνται τά βόδια στό στάβλο; Ἢ μήπως εἶναι φανερό πιά ὃτι σήμανε πνευματική ἐπιστράτευση ὁ Ἃγ. Μάρτυράς μας καί κίνησε κόσμο πολύ ἀπό διάφορες πατρίδες νά ἒλθει ἐδῶ, καλεσμένος στόν τόπο του, ὃπου ἀναπαύεται τό ἱερό λείψανό του, ὂχι γιά νά τούς προετομάσει γιά πόλεμο, ἀλλά γιά τή γλυκειά καί ἁρμόζουσα στούς χριστιανούς εἰρήνη. Διότι εἶναι αὐτός ὁ ἲδιος, ὃπως πιστεύουμε, πού πέρυσι κατεσίγασε τό πάθος τῶν βαρβάρων καί ἀνέστειλε τήν πολεμική ἐκείνη καί φρικτή ἐπίθεση τῶν ἀγρίων Σκυθῶν μέ τό νά ἐπισείσει ἐναντίον τους ὃπλο φοβερό καί ἀποτελεσματικό, ὃταν πιά ὁ κίνδυνος ἦτνα ὁρατός καί ὁ ἐχθρός εἶχε φθάσει σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς. Καί αὐτό δέν ἦταν κάποιο κράνος τρίλοφο, οὒτε σπαθί καλοακονισμένο, πού ἀστραφτερό λαμποκοπᾶ στό φῶς τοῦ ἣλιου, ἀλλά ὁ παντοδύναμος καί δεινός τῶν ἐχθρῶν διώκτης Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, πού ὑπέρ αὐτοῦ καί ὁ ἲδιος τόσα ὑπέφερε μαρτύρια καί τόσο μεγάλη ἀπέκτησε δόξα! Δῶστε μου, λοιπόν, τήν προσοχή σας καί προσπαθῆστε νά διανοηθεῖτε, ἀγαπητοί μου διάκονοι, τῆς καθαρῆς αῦτῆς πίστεως καί φιλομάρτυρες, σέ πόσο μεγάλα μέτρα δικαιοσύνης ἒφθασε ὁ Ἃγιος καί πόσης ἀνταποδόσεως τιμῶς εἶναι ἂξιος (καί ἐννοῶ, βεβαίως, τίς ἐγκόσμιες καί ἐκεῖνες πού ἀπολαμβάνει ἀπό ἐμᾶς, διότι τῶν ἂλλων τῶν οὐρανίων καί ἀοράτων, οὐδείς εἶναι ἱκανός νά ἀναλογιστεῖ τή μεγαλοπρέπεια), καί, ἐφόσον κατανοήσετε τήν σπουδαίοτητα τοῦ καρποῦ τῆς εὐσεβείας, ἀκολουθῆστε μετά ζήλου ἐκείνων τό παράδειγμα. Ἐπιθυμήσατε δέ τά βραβεῖα τά ὁποῖα ὁ Χριστός διανέμει στούς ἀξίους ἀθλητές του. Καί ἓως ὃτου ἒλθει ἡ ὣρα τῆς ἀπολαύσεως, ἐάν συμφωνεῖτε, τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ἡ ὁποία καθυστερεῖ, καί ἀγαθή ἐλπίδα ἀποταμιεύει στίς ψυχές τῶν δικαίων, ὃταν θά ἒλθει ὁ δῖκαιος κριτής τῶν πράξεῶν μας, ἀς δοῦμε τήν παροῦσα τῶν Ἁγίων κατάσταση, ἡ ὁποία εἶναι κάλλιστη καί μεγαλοπρεπής. Διότι ἡ ψυχή τους ἀνελθοῦσα εἰς τόν οὐρανό ἀπολαμβάνει ἢδη τὀν κλῆρο τῶν Ἁγίων, καί ἀσώματα μέ τούς ὁμοίους της συναναστρέφεται, τό δέ σῶμα τό σεμνό καί ἀκηλίδωτο τῆς ψυχῆς ὂργανο, χωρίς ἐντελῶς νά βλάψει μέ τά ἰδικά του πάθη τῆς ἐγκατεστημένης εἰς αὐτό ψυχῆς τήν ἀφθαρσίαν, περισυλλεγμένο μετά πολλῆς τιμῆς καί ἀγάπης, σεμνά τώρα εὑρίσκεται σέ τόπο ἱερό ὡς κάποιο πολυτιμώτατο κειμήλιο διατηρημένο ἀπό τόν καιρό τῆς παλιγγενεσίας, καί οὐδεμία ἔχει σχέση μέ τά ἂλλα σώματα, τά ὁποῖα διαλύονται μέ τόν ἐπελθόντα θάνατο ἂν καί εἶναι πλασμένο μέ τά ἲδια φυσικά ὑλικά. Διότι τά ὑπόλοιπα λείψανα εἶναι βδελυκτά γιά τούς περισσοτέρους τῶν ἀνθρώπων καί κανείς δέν περνᾶ εὐχάριστα μπροστά ἀπό κάποιον τάφο, ἐαν δέ τυχαῖα εὑρεθεῖ μπροστά ἀπό ἀνοιγμένο τάφο καί ἀντικρύσει μέ τά ἲδια του τά μάτια τήν ἀσχήμια τῶν ἐναπομεινάντων ἀνθρωπίνων, ἀηδιασμένος καί στενάζοντας δυνατά θά ἀπομακρυνθεῖ ἀμέσως. Ἐρχόμενος ὡστόσο κάποιος σέ κάποιο χωρίο, ὃμοιο μέ αὐτό, ὃπου σἠμερα λαμβάνει χώρα ἡ ἰδική μας σύναξη, ὃπου πανηγυρικά τιμᾶται ἡ μνήμη δικαίου καί εὑρίσκεται τό Ἃγιο Λείψανο, κατ’ἀρχήν ἀγάλλεται καί χαίρει μέ τήν μεγαλοπρέπεια, ἐκείνων πού θεᾶται, βλέπωντας τό οἲκημα ὡς Ναόν τοῦ Θεοῦ κτισμένον μέ λαμπρότητα, εὐμεγέθη καί καλαίσθητα διακοσμημένο, ὃπου ὁ ἀρχιτέκτονας σέ εἰκόνες ζώων διαμόρφωσε το ξύλο καί ὁ μαρμαράς ἒδωσε στά μάρμαρα τή γυαλάδα τοῦ ἀσημιοῦ. Παρουσίασε δέ καί ὁ ζωγράφος τά ἂνθη τῆς τέχνης του ἀναπαριστώντας μέ ζωντανές εἰκόνες, τά κατορθώματα τοῦ μάρτυρος, τίς ἀντιστάσεις του, τά μαρτύρια, τίς θηριώδεις μορφές τῶν τυράννων, τίς προσπάθειες ἐπηρεασμοῦ ἀλλαγῆς τῆς πίστεώς του, τή φλογοπυρακτωμένη ἐκείνη κάμινο, τό εὐτυχισμένο τέλος τοῦ ἀθλητή μάρτυρα, τήν ἀποτύπωση τῆς ἀνθρωπίνης μορφῆς τοῦ ἀγωνοθέτη Χριστοῦ, τά πάντα μέ τρόπο εὒγλωττο, καί μέ διάφορα χρώματα, ὡσάν σέ βιβλίο φιλοτέχνησε καθιστῶντας σαφεῖς τούς ἀγώνες τοῦ μάρτυρος, καί σέ λαμπρό λειβάδι τόν Ναόν μεταμόρφωσε, διότι ἐγνώριζε καλῶς ὃτι καί ἡ σιωπηλή εἰκόνα τοῦ τοίχου ἒχει λαλιά καί μεγίστη παρέχει ὠφέλεια, ἀλλά καί ὁ κατασκευαστής τῶν ψηφιδωτῶν δαπέδων προσέδωσε ἱστορική ἀξία στό ἒδαφος πού πατοῦμε.
Καί ἀφοῦ λάμψει ἀπό τά θαυμαστά ἔργα τῆς τέχνης τό πρόσωπο τοῦ ἐπισκέπτη ἐπιθυμεῖ ἒντονα νά πλησιάσει τήν λειψανοθήκη, πιστεύοντας ὃτι μέ τήν ἐπαφή καί μόνο λαμβάνει ἁγιασμό καί εὐλογία. Ἐάν δέ κάποιος τοῦ προσέφερε καί σκόνη ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς ὃπου ἀναπαύεται τό σῶμα τοῦ μάρτυρος, ὡς πολύτιμο δῶρο ἐκλαμβάνει τό χῶμα καί ὡς ἀκριβό κειμήλιο φυλάσσει τή σκόνη. Διότι γνωρίζουν καλῶς ὃσοι δοκίμασαν αὐτή τήν μοναδική ἐμπειρία, ὃτι εἶναι πηγή μοναδικῆς εὐτυχίας καί δῶρο πολυπόθητο ἡ ψαῦση τῶν χαριτοβρύτων λειψάνων τοῦ Ἁγίου. Διότι ὡς σῶμα ζωντανό καί ἀνθηφόρο οἱ πιστοί τό καταφιλοῦν, μέ τά μάτια μέ τό στόμα, μέ ὃλες τους τίς αἰσθήσεις, ἒπειτα δέ προσφέροντας δάκρυα εὐλάβειας καί μετάνοιας ὡσάν νά ἦταν ὁλόζώντανος ὁ μάρτυρας ἐμπρός τους θερμά τόν παρακαλοῦν νά πρεσβεύει γι’αὐτούς, ὡς δορυφόρο τοῦ Θεοῦ, ὡς λαμβάνοντα, ὃταν ὁ ἲδιος το ἐπιθυμεῖ, τίς δωρεές γιά χάρη μας. Ἐξ ὃλων αὐτῶν ὁ εὐσεβή λαός ἀς μάθετε ὃτι Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τῶν ὁσίων αὐτοῦ. Διότι ἑνα καί τό αὐτό εἶναι τό σῶμα ὃλων τῶν ἀνθρώπων, συστημένο ἀπό τά ἲδια ὑλικά, ἀλλά τό σῶμα τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων θάπτεται καί ἀποσυντίθεται ἀλλά τό χαριτωθέν μέ τήν αἲγλη τοῦ μαρτυρίου καθίσταται ἐράσμιο καί σημεῖο ἀναμφισβήτητο τῆς λατρείας μας, ὃπως ὁ προλαβών λόγος ἐδίδαξε. Διά τοῦτο ἀς πιστεύσουμε ἐξ ὃσων βλέπουμε τά ἀόρατα, καί ἀπό τήν κοσμική γνώση στήν ἐπαγγελία τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν. Διότι εἶναι δυστυχῶς πολλοί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προτάσσοντας τήν γαστριμαργία καί τήν κενοδοξία καί τήν ἐγκόσμια μηδαμινότητα καταντοῦν νά πιστεύουν ὃτι τελειώνουν ὃλα μέ τό φθαρτό μας τέλος. Ἀλλ’ ἐάν ἒχεις αὐτή τή γνώμη ἀπό τά μικρά προσπάθησε ν’ ἀναχθεῖς στά μεγάλα καί ἀπό τίς σκιές νά κατανοήσεις τίς μορφές τῶν προτύπων. Διότι ἀλήθειας ποιός ἐκ τῶν βασιλέων γνώρισε παρόμοιες τιμές; ποίος ἀπό τούς ἀνθρώπους πού ὑπερβολικά διακρίθηκε δοξάζεται μέ τέτοια μνήμη αἰώνια; Ποιός ἐκ τῶν στρατηγῶν πού κατέκτησε πόλεις ὑψηλότειχες καί μυριάδες λαῶν ὑπέταξε κατέστη ἀοίδιμος, ὃπως αὐτός ἐδῶ ὁ στρατιώτης, ὁ πτωχός, ὁ νεοσύλλεκτος, πού ὁ Παῦλος τόν ὃπλισε, πού οἱ ἂγγελοι τόν ἂλειψαν γιά τόν ἀγῶνα καί ὁ Χριστός ἐστεφάνωσε γιά τήν λαμπρή του νίκη; Ἀλλά ἐπειδή ὁ λόγος μέ ἒφερε κοντά στήν διήγηση τῶν ἀγώνων τοῦ καλλιμάρτυρα, ἀς μιλήσουμε, παραλείποντας τά γνωστά, γιά τόν ἐξαίρετο τοῦ Ἁγίου βίο, διότι στόν καθένα ἀρέσει τό ἰδικό του.
Πατρίδα λοιπόν τοῦ γενναίου μάρτυρος ὑπῆρξε ἡ ἡλιόλουστη ἀνατολή, διότι καί αὐτός ὃπως ὁ Ἰώβ, ἀπό τήν εύγενική ἀνατολή, δέν ὑστέρησε στό ἦθος καί τή βιοτή ἀλλά τόν μιμήθηκε φθάνοντας καί ἐκεῖνος σέ ἀνάλογο πνευματικό ὓψος. Καί σήμερα εἶναι μάρτυρας κοινός γιά ὃλους, διότι ἀφοῦ στρατολογήθηκε καί γράφηκε στούς στρατιωτικούς καταλόγους ἀκολουθῶντας τίς διαταγές τοῦ δικοῦ του στρατιωτικοῦ τάγματος πρός τήν ἰδικήν μας ἦλθε χώρα, ἐφ’ ὃσον οἱ διοικοῦντες διέταξαν ἐδῶ νά πραγματοποιηθεῖ ἡ χειμερινή ἀνάπαυση τῶν στρατιωτῶν. Ἐπειδή δέ κηρύχθηκε πόλεμος μόνιμος καί διαρκής, ὂχι βεβαίως ἀπό βαρβαρικές ἐπιθέσεις, ἀλλά ἀπό σατανικό καί θεομάχο νόμο ( διότι κάθε χριστιανός προσήγετο στά δικαστήρια καί ὁδηγεῖτο στό θάνατο), τότε λοιπόν, ὁ τρισμακάριστος αὐτός, γνωστός ὂντας διά τήν εὐσέβειά του, καί τήν βαθεία του πίστη στόν Χριστό παντοῦ διαδίδοντας, μόνον εἰς τό μέτωπον δέν τήν εἶχε γράψει, μή ὂντας νεοσύλλεκτος κατά τήν ἀνδρείαν, οὒτε ἒπίσης ἂπειρος τοῦ πολέμου καί τῆς μάχης, ἀλλἀ γενναιόψυχος, ἀγνοώντας τούς οἰουδήποτε κινδύνους, μή δειλιάζοντας, εἶχε δέ πάντοτε ἂποψη καί λόγο θαρραλέο. Ὃταν λοιπόν συγκροτήθηκε τὀ πονηρό ἐκεῖνο δικαστήριο, ὁ ἡγεμόνας καί ὁ ταξίαρχος μαζί συνεδρίασαν, ὃπως ὁ Ἡρώδης κάποτε καί ὁ Πιλᾶτος, καί τόν δοῦλο τοῦ σταυρωθέντος Χριστοῦ σέ κρίση ἲδια μέ ἐκείνην τοῦ Δεσπότου (κατέστησαν) . «Λέγε λοιπόν» τοῦ εἶπαν «ἀπό πού ἀντλεῖς αὐτή καί τήν τόλμη ὣστε νά ὑβρίζεις τό βασιλικό τοῦτο νόμο, δέν ὑποκύπτεις τρέμοντας στά βασιλικά προστάγματα, οὒτε προσκυνεῖς, ὃπως θά ἒπρεπε τούς κραταιούς καί ἰσχυρούς;» Διότι αὐτοί ἐκπροσωποῦσαν τότε τήν βασιλεία τοῦ Μαξιμιανοῦ. Ἐκεῖνος τότε μέ ἀποφασιστική ὂψη καί ἀκατάβλητο σθένος εὒστοχα ἀποκρίθηκε στά λόγια τῶν τυράννων. «Τούς θεούς σας ἐγώ δέν τούς γνωρίζω (οὒτε στ’ ἀλήθεια ὑπάρχουν) ἐσεῖς δέ ζῶντας σέ μεγάλη πλάνη στούς ἀπατεῶνες δαίμονες δίδεται τήν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ, γιά μένα δέ Θεός εἶναι ὁ Χριστός ὁ μονογενής υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὑπέρ τῆς εὐσέβειας, λοιπόν, τῆς ἀλήθειας καί τῆς ὁμολογίας σ’ Ἐκεῖνον καί ὁ δἠμιος ἂς μέ τεμαχίσει, καί ὁ μαστιγωτής ἂς γδάρει τίς σάρκες μου, καί ὁ φλογιστής ἂς ἀνάψει τή φωτιά, ἐάν δέ καί ἡ φωνή μου σᾶς ἐνοχλεῖ κόψτε μου καί τήν γλώσσα, διότι κάθε μέλος τοῦ σώματός μου στόν κτίστη καί δημιουργό του χρωστᾶ τήν ὑπομονή». Μέ τά λόγια τούς μάρτυρος νικήθηκαν οἱ τύραννοι, καί τήν πρώτη προσβολή τοῦ γενναίου δέν ἀποδέχθηκαν βλέποντας ἐμπρός τους ἓνα νεαρό ἓτοιμο κατά πάντα νά μαρτυρήσει μέ ζῆλο καί ὡσάν γλυκό πιοτό νά ἐπιζητεῖ τό τέλος τῆς ζωῆς του. Καί ἐνῶ οἱ τύραννοι λίγο ἀπέχοντες ἀπό τόν μάρτυρα γεμᾶτοι ἀπορία, συσκέπτοντο τί θά πράξουν, ἓνας τελικά ἀπό τούς στρατιῶτες ἒχοντας τήν ἐντύπωση ὃτι κάτι εἶναι, χλευάζοντας ἐπίσης τήν ὁμολογία τοῦ μάρτυρος εἶπε: «Ἒχει, λοιπόν, ὁ Θεός Σου Θεόδωρε Υἱό; Καί γεννᾶ ἐκεῖνος ὃπως ὁ ἂνθρωπος μέ τά διάφορα πάθη;» «Σύμφωνα λοιπόν μέ τά ἀνθρώπινα πάθη ὁ Θεός μου δέν ἐγἐννησε, ἀλλά καί ὡς Υἱόν τόν ὁμολογῶ καί θεοπρεπῆ θεωρῶ τήν γέννησή του, ἀλλά ἐσύ ἂθλιε καί μέ τήν λογική ἑνός νηπίου, δέν κρύβεσαι καί δέν κοκκινίζεις ἀπό ντροπή ὁμολογώντας καί προσκυνώντας σάν θηλυκή θεότητα, καί μητέρα δώδεκα παιδιῶν ἓνα πολύτεκνο δαίμονα ἡ ὁποία ὃπως οἱ λαγοί καί οἱ γουρούνες μέ εὐκολία μένει ἒγκυος καί γεννᾶ;»
Ἐφοσόν ὁ Ἃγιος διπλά ἀνέτρεψε τό καταγέλαστο καί ἀνόητο εἰδωλολάτρη οἱ τύραννοι προσποιήθηκαν τούς φιλάνθρωπους: «Ἀς δοθεῖ», ἰσχυρίστηκαν, «λίγος χρόνος στό μανιασμένο γιά νά σκεφθεῖ, ἲσως τό ξανασκεφθεῖ μόνος του καί ἀλλάξει γνώμη πρός τό καλύτερο». Διότι μανία ἀποκαλοῦσαν οἱ παράφρονες τήν σωφροσύνη, ἒκσταση δέ καί τρέλλα τήν εὐλάβεια, ὃπως ἀκριβῶς οἱ μεθυσμένοι ὀνειδίζουν τούς νηφάλιους γιά τό ἰδικό τους πάθος. Ἀλλ’ ὃμως ὁ εὐσεβής ἂνθρωπος καί στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ γιά πράξη ἀνδρείας τόν δοθέντα χρόνο ἐχρησιμοποίησε. Ποιά εἶναι αὐτή; Καιρός εἶναι λοιπόν εὐφρόσυνα νά ἀκούσετε τήν διήγησή μου. Γιά τήν ψεύτικη μητέρα τῶν θεῶν, ὑπῆρχε ναός στή μητροπολιτική πόλη Ἀμάσεια, στόν ὁποῖο οἱ τότε πλανώμενοι ἀπό ματαιότητα ἒκτισαν κοντά στίς ὂχθες τοῦ ποταμοῦ. Αὐτόν λοιπόν ὁ γενναῖος κατά τή διάρκεια τῆς πρόσκαιρης ἂδειας ἀφοῦ ἐπιτήρησε καί βρῆκε ὣρα εὒκαιρη καί ἂνεμο εὐνοϊκό τό κατέκαυσε, μέ ἒργα δίδοντας τήν ἀπάντηση στούς ἀλητήριους τυράννους οἱ ὁποῖοι μέ κάθε τρόπο τήν ἀνέμεναν μετά τήν συνεδρίαση. Ἐπειδή δέ τό γεγονός γρήγορα ἒγινε γνωστό σέ ὃλους (ἂλλωστε στό μέσον τῆς πόλεως φανερά ἀνέβηκε ἡ φωτιά), δέν ἀπέκρυψε τό ἐγχείρημα, οὒτε βιάστηκε νά κρυφθεῖ, ἀλλ’ ἀντίθετα φανερώθηκε, γαυριάζοντας καί χαίρων ἰδιαίτερα γιά τήν ταραχή τῶν ἀθέων, οἱ ὁποῖοι ἐταράχθησαν καί λυπήθηκαν ἰδιαίτερα γιά τό ναό καί τό ξόανο τῆς θεᾶς. Καί ἀμέσως καταγγέλθηκε στούς ἀρχοντες ὡς ὁ φυσικός αὐτουργός τοῦ ἐμπρησμοῦ, καί πάλι δικαστήριο φοβερότερο τοῦ προηγουμένου, ὃπως μπορεῖ κανείς νά εἰκάσει ἐφ’ ὃσον συνέβει τέτοιο γεγονός πού τούς ἐξόργισε. Καί τύραννοι μέν άνέβηκαν στό δικαστικό τους θρόνο. Ὁ Θεόδωρος δέ μέ ἀκατάβλητη παρησία στάθηκε στό μέσον ἒχοντας ἀρχοντικό θάρρος παρά τό γεγονός ὃτι βρισκόταν ὑπό κρίση καί ἀπό τούς δικαστές ἐρωτᾶτο, τίς ἐρωτήσεις διέκοπτε μέ τήν ταχύτητα τῆς ὁμολογίας. Ἐπειδή δέ καί ἀκατάβλητος ἦταν καί δέν λογάριαζε κανένα ἀπό τά ἀπειλούμενα μαρτύρια, ἂλλαξαν ἐξ ὁλοκλήρου συμπεριφορά καί διαλεγόμενοι εὐσπλαχνικά μαζί του προσπάθησαν μέ μάταιες ὑποσχέσεις νά παρασύρουν τόν δίκαιο. «Καί γνώριζε» ἒλεγαν «ἐάν θεληματικά ἀποδεχθεῖς τίς δικές μας συμβουλές, εὐθύς ἀμέσως ἀπό ἀγνωστο θά σέ κάνουμε ἐπώνυμο, καί γεμᾶτο δόξα καί τιμή καί σοῦ ὑποσχόμεθα καί τό ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης». Ὃταν δέ ἂκουσε περί τοῦ ἀξιώματος τῆς ἀρχιερωσύνης μέ ἀσυγκράτητα γέλια ὁ τρισμακάριστος εἶπε: «Ἐγώ καί τούς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων ἀθλίους θεωρῶ, καί τούς λυπᾶμαι ὡς ὑπηρέτες ἀθλίων πράξεων, τούς δέ ἀρχιερεῖς ἐπί πλέον ἐλεῶ καί σιχαίνομαι, διότι ἀπό τούς χειρότερους εἶναι, ὁ μεγαλύτερος καί τῶν κακούργων ὁ ἀθλιώτερος, ἀπό τούς ἀδίκους ὁ ἀδικώτερος, ἀπό τούς φονιάδες ὁ πλέον ἀδίστακτος, καί ἀπό τούς ἀκόλαστους ὁ πλέον ἀσελγέστερος, καί ἐκεῖ μέ τίς ὀλέθριες ὑποσχέσεις σας προσπαθεῖτε νά μέ ὁδηγήσετε, διότι κάνατε μεγάλο λάθος, μιά καί εἶσθε ὃμοιοι, νά μοῦ ὑποσχεθεῖτε τήν κορυφή τῶν κακῶν, διότι γι’ αὐτόν πού ἐπιλέγει νά ζεῖ μέ ὀρθό καί εὐσεβῆ τρόπο εἶναι προτιμώτερο νά εἶναι παραπεταμένος ἀλλά στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ παρά νά κατοικεῖ στά παλάτια τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἐγώ δέ καί τούς βασιλεῖς αὐτούς τῶν ὁποίων τόν ἂνομο νόμο συνεχῶς μοῦ ὑπενθυμίζετε τούς λυπᾶμαι διότι ἂν καί ἒχουν αὐτάρκη ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους τή βασιλική ἐξουσία, τό ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέως στούς ἑαυτούς τους ἀνέθεσαν καί τήν πένθιμη καί σκοτεινή πορφύρα ἐκείνων ἐνδύονται μιμούμενοι τούς δαιμονικούς ἀρχιερεῖς, φορῶντας γιά φαιδρό ἀξίωμα σκοτεινή περιβολή. Ὃταν δέ πλησιάζουν τό μιαρό βωμό, ἀντί βασιλέων γίνονται μάγεροι θυσιάζοντες ὂρνια καί ἐξετάζοντες τά σπλάχνα ἀθλίων σφαχτῶν καί μέ τό λασπωμένο αἷμα μολύνουν τήν βασιλική ἐσθῆτα τους ὡσάν κρεοπῶλες».
Μετά ἀπό τίς θαρραλέες ἀπαντήσεις τοῦ δικαίου οὒτε κἂν τήν πλαστή καί προσχηματική φιλανθρωπία ἐπέδειξαν οἱ ἂρχοντες, ἀλλά καί ἀσεβάστατο πρός τούς θεούς τόν ἐγκαλοῦσαν ἀλλά καί τῶν βασιλέων ὑβριστή καί βλάσφημο, πρῶτα λοιπόν ἀφοῦ τόν κρέμασαν στό ξύλο τῶν βασανιστηρίων καταξέσχιζαν τίς σάρκες ἐκεῖνος ὃμως παρά τίς φρικτά κτυπήματα τῶν δημίων παρέμενε άγέρωχος καί ἀνένδοτος καί μέ στίχους ψαλμικούς ἀντιπαρερχόταν τά βασανιστήρια. «Εὐλογήσω τόν Κύριον ἐν παντί καιρῶ, διά παντός ἡ αἲνεσις αὐτοῦ ἐν τῶ στόματί μου» Οἱ δήμιοι κατέσχιζαν τίς σάρκες του ἒκεῖνος ἀκλόνητος ἒψαλλε σάν νά ὑφίστατο κάποιος ἂλλος τό μαρτύριο. Διαδέχθηκε δέ τήν κόλαση αὐτή τῶν βασάνων ἡ φυλακή, καί ἐκεῖ πάλι θαῦμα μέγα τελεῖται περί τόν Ἃγιο. Στό μέσο τῆς νύκτας ἀκούστηκαν φωνές πλήθους πού ἒψαλε, καί λαμπάδες ἀναμένες ἒκαναν τήν νύκτα νά φαίνεται στούς ἀπέξω ὡς αὐγή, ὣστε ὁ δεσμοφύλακας ταραγμένος ἀπό τίς παράδοξες λάμψεις καί τίς ψαλμωδίες νά εἰσέλθει στό κτίριο ἀλλά νά μήν βρεῖ παρά μόνον τόν μάρτυρα ἡσυχάζοντα καί τούς ἂλλους κρατούμενους νά κοιμοῦνται. Ἐπειδή ὡστόσο παρά τά βασανιστήρια ἐκεῖνος ἀντιθέτως ἂκμαζε καί στήν ὁμολογία τῆς πίστεώς του καί στήν εὐσέβεια, ἐξεδόθη τελικά ἡ καταδικαστική ἀπόφαση: νά τελειώσει τήν ζωή του διά πυρᾶς. Καί ἐκεῖνος μέν βάδισε τήν καλή καί μακαρία ὁδό πρός τόν Κύριο καί τελειωτή Ἰησοῦ, σέ μᾶς δέ κατέλιπε ὡς πολύτιμη διδασκαλία τήν μνήμη τοῦ ἀγῶνος του, συναθροίζοντας τόν λαόν τοῦ Θεοῦ, διδάσκοντας τήν Ἐκκλησία, φυγαδεύοντας τά δαιμονικά πνεύματα, καλῶντας τοῦς εἰρηνικούς ἀγγέλους, αἰτούμενος ἀπό τόν πανάγαθο Θεό «τά καλά καί συμφέροντα» γιά τίς ψυχές μας, ἀναδεικνύοντας αὐτόν τόν τόπο, τοῦ μαρτυρίου του, σέ ἰατρεῖο τῶν διαφόρων ἀσθενειῶν, λιμάνι δι’ ὃσους χειμάζονται ἀπό στενοχώριες καί θλίψεις, ταμεῖο πλούσιας βοήθειας γιά τούς πτωχούς καί ἀδυνάτους, ζεστό καί ἂνετο καταφύγιο γιά τούς ὁδοιπόρους, καί πανήγυρη χωρίς τέλος δι’ ὃσους τιμοῦν καί ἑορτάζουν τήν μακαρία του μνήμη. Διότι ἂν καί κατ’ ἒτος τελοῦμε ἑορταῖς καί πανηγύρεις τήν ἡμέρα αὐτή τῆς μνήμης του ὡστόσο δέν τελειώνει ποτέ τό πλῆθος τῶν προσκυνητῶν πού μέ μεγάλη λαχτάρα φθάνουν ἐδῶ ὁμοιάζοντας μέ .... τῶν μυρμηγκιῶν ἡ λεωφόρος πού ὁδηγεῖ ἐδῶ μέ αὐτούς πού ἀνεβαίνουν καί μέ ὃσους κατεβαίνουν παραχωρώντας τή θέση τους σέ ὃσους ἒρχονται.
Ἐμεῖς λοιπόν, τρισμακάριστε, οἱ ὁποῖοι χάρη στή φιλανθρωπία τοῦ Πλάστη καί Δημιουργοῦ Θεοῦ ζήσαμε ἂλλον ἓναν χρόνο τελοῦμε καί ἐφέτος τήν πανήγυρή σου, συναθροίσαμε τῶν ἱερό χορό τῶν φιλομαρτύρων, οἱ ὁποῖοι προσκυνοῦμε τόν ἲδιο Δεσπότη καί Κύριο, καί ὁλοκληρώσαμε τήν ἐπινίκιο δοξολογία τῶν ἀγώνων καί τοῦ μαρτυρίου σου. Ἐσύ, λοιπόν ἒλα κοντά μας, ὃπου καί ἂν εὑρίσκεσαι προεξάρχων τῆς ἑορτῆς (διότι ὃπως μᾶς ἐκάλεσες καί ἐμεῖς σέ ἀντικαλοῦμε), καί εἲτε κατοικεῖς στούς ὑψηλούς αἰθέρες, εἲτε εὑρίσκεσαι κάτω ἀπό οὐράνια ἀψίδα, εἲτε παραστέκεις τό θρόνο τοῦ Δεσπότου μἐ ὃλους μαζί τούς χορούς τῶν ἀγγέλων, εἲτε ὡς πιστός δοῦλος μέ τίς οὐράνιες Δυνάμεις καί Ἐξουσίες τόν προσκυνεῖς, ἂφησε γιά λίγο, τίς οὐράνιες ἐνασχολήσεις Σου, καί ἒλα κοντά σέ ὃσους τιμοῦν τήν μακαρία μνήμη Σου ὡς ἀόρατος φίλος, διηγήσου τά θαυμάσια, γιά νά διπλασιάσης τήν εὐχαριστία μας στό πανάγαθο Θεό, ὁ ὁποῖος εἰς ἀνταμοιβήν τοῦ μαρτυρίου Σου καί τῆς εὐσεβοῦς ὁμολογίας Σου, Σοῦ ἐχάρισε τόσες δόξες καί τιμές. Θά εὐφρανθεῖς δέ βλέποντας ὃτι τιμοῦμε καί τό μαρτυρικό Σου αἷμα καί τόν φρικτό διᾶ πυρᾶς θάνατό Σου. Ὃσο δέ εἶχες τότε πλῆθος λαοῦ θεατές τοῦ μαρτυρίου Σου, ἂλλους τόσους ἒχεις τώρα προθύμους νά Σοῦ προσφέρουν τίς ἁρμόζουσες τιμές. Ἒχουμε ἀνάγκη πολλῶν εὐεργεσιῶν Σου, πρέσβευσε ὑπέρ τῆς πατρίδος Σου πρός τόν κοινό Βασιλέα, διότι εἶναι πατρίδα τοῦ κάθε μάρτυρος ἡ χώρα τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου, συμπολίτες του δέ καί συγγενεῖς ὃσοι στό μαρτύριό Του συμπαραστάθηκαν καί Τόν θεωροῦν προστάτη τους καί Τόν τιμοῦν. Διαβλέπουμε ἐπερχόμενες θλίψεις, ἀναμένουμε κινδύνους, διότι δέν εἶναι μακρυά μας οἱ ἐλεεινοί Σκύθες, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐκήρυξαν ὀδυνηρό πόλεμο, γι’ αὐτό ὡς στρατιώτης ὑπερασπίσου μας, καί ὡς μάρτυρας χρησιμοποίησαι τήν πρευσβευτική σου παρουσία στό θρόνο τοῦ Θεοῦ ὑπέρ τῶν ὁμοθρήσκων Σου. Διότι ἂν καί ξεπέρασες τά βιοτικά καί τά ἀνθρώπινα, γνωρίζεις ὡστόσο καλά τίς ἀγωνίες καί τίς άνάγκες τῆς ἀνθρωπότητας. Ἱκέτευσε νά ὑπάρχει εἰρήνη γιά νά μήν παύσουν ποτέ αὐτές οἱ ἑόρτιες πανηγύρεις, γιά νά μήν καταστρέψη τούς Ναούς καί τά Θυσιαστηρία μας ὁ λυσσασμένος καί ἀσεβής βάρβαρος κατακτητής, γιά νά μήν καταπατήσει καί βεβηλώσει τά Ἃγια μας βέβηλο πόδι. Διότι ἐμεῖς ἂν μέχρι στιγμῆς διαφυλαχθήκαμε ἂτρωτοι σέ Ἐσένα ὀφείλουμε τήν εὐεργεσία, γι’ αὐτό καί Σέ παρακαλοῦμε νά ἱκετεύσεις καί γιά τήν μελλοντική μας ἀσφάλεια. Ἂν δέ παραστεῖ ἀνάγκη καί μεγαλύτερης πρεσβείας, συγκέντρωσε τήν ἱερή χορεία τῶν ἀδελφῶν Σου μαρτύρων, καί ὃλοι μαζί προσευχηθεῖτε, διότι οἱ δεήσεις καί οἱ ἱκεσίες πολλῶν δικαίων μαζί ἐγλύτωσαν λαούς καί δήμους ἀπό πολλά δεινά, ὑπενθύμισέ το στόν Πέτρο, ξεσήκωσε τόν Παῦλο καί μαζί τόν Ἰωάννη τόν Θεολόγο τόν ἠγαπημένο μαθητή, γιά νά μεριμνήσουν γιά τίς Ἐκκλησίες τίς ὁποῖες συνέστησαν, γιά τίς ὁποῖες φόρεσαν τίς ἀλυσίδες, γιά τίς ὁποῖες τούς κινδύνους καί τόν θάνατο ὑπέμειναν, γιά νά μήν σηκώσει κεφάλι ἐναντίον μας ἡ εἰδωλολατρεία, γιά νά μήν βλαστήσουν σάν ἀγκάθια οἱ αἱρέσεις στόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου μας, γιά νά μήν θεριέψουν τά ζιζάνια καί καταπνίξουν τό σιτάρι, οὒτε κἂν μία πέτρα νά μή στερηθεῖ τήν ἀθφονία τῆς ἀληθινῆς πνευματικῆς δροσιᾶς καί ἀποδειχθεῖ ὁτι δέν ἒχει ρίζα ἡ καρποφόρος δύναμη τοῦ λόγου, ἀλλά μέ τήν ἀκαταίσχυντη δύναμη τῶν ἰδικῶν Σου πρεσβειῶν καί τῶν ἂλλων Ἁγίων, θαυμαστέ μάρτυρα, ἀς παραμείνει μέχρι τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου ἂτρωτο τό πολίτευμα τῶν Χριστιανῶν, ὡς εὐκαρπη γῆ τῆς πίστεως στόν Χριστό ἡ ὁποία καρποφορεῖ τήν αἰώνια ζωή πού πηγάζει ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό τόν Κύριό μας. Στόν ὁποῖο μαζί με τόν οὐράνιο Πατέρα καί τό Ἃγιο Πνεῦμα ἀνήκει δόξα καί εὐχαριστία καί τιμή καί τώρα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
|