ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΛΙΤΗΣ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΤΗΡΩΝΟΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΟΡΙΑ ΡΩΜΗΣ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

 




Roma

 

ΣΥΝΑΞΑΡΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ

 

          Ὁ Ἃγιος Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος, ἦταν ἓνας ἀπό τούς δὠδεκα Ἀποστόλους καί ἀδελφός τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Κατάγονταν ἀπό τή Βηθσαϊδά τῆς Γαλιλαίας καί ἦταν γιοί τοῦ Ἰωνά. Ὃπως ὁ πατέρας τους ἒτσι καί οἱ δύο ἀδελφοί εἶχαν ὡς ἀπασχόληση τήν ἀλιεία, τήν ὁποία ἀσκοῦσαν στή δυτική ὂχθη τῆς Τιβεριάδας. Καί οἱ δύο ἀδελφοί εἶχαν θρησκευτικές ἀναζητήσεις, ὃπως φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός ὃτι εἶχαν ἐνταχθεῖ στὀν κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἀπό τόν ὁποῖο γνώρισε γιά πρώτη φορά ὁ Ἀνδρέας τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ὃταν, μετά τό βάπτισμα, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶδε τόν Χριστό, εἶπε στούς εὑρισκομένους πλησίον τοῦ Ἀνδρέα καί Ἰωάννη: «Ἲδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ». Αὐτοί ἦταν οἱ πρῶτοι πού ἀκολούθησαν τόν Χριστό, μέ τήν πρόθεση νά συνομιλήσουν καί ὂχι νά γίνουν μαθητές του (Ἰω. 1, 39-41). Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ ἀνδρέας ὁδήγησε στό Χριστό καί τόν ἀδελφό του Πέτρο, ὃπως ἀργότερα τόν Φίλιππο καί τόν Ναθαναήλ. Οἱ συναντήσεις ὃμως αὐτές δέν συνδέονται μέ τήν κλήση τοῦ Ἀνδρέα στό ἀποστολικό ἒργο, γιατί ὁ Χριστός ἂρχισε τή δημόσια δράση του μετά τή σύλληψη καί τή φυλάκιση τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τότε ὁ Χριστός κάλεσε στό ἒργο τούς ἀδελφούς Ἀνδρέα καί Πέτρο, πού βρισκόνταν στή λίμνη, λέγοντας: «Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἀλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4, 18 Μαρκ. 1, 16 Λουκ. 5, 1-11).

          Οἱ πληροφορίες τῶν Εὐαγγελίων γιά τόν Ἀνδρέα εἶναι ἐλάχιστες (Μαρκ. 1, 29. Ἰω. 1, 3.6, 5-9 12, 20-23 κ.α.). Στούς καταλόγους τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 10,2. Μαρκ. 3,14 Λουκ. 6,12 Πραξ. Ἀποστ. 1,13) ὁ Ἀνδρέας ἂλλοτε ἀναφέρεται ἀμέσως μετά τόν Πέτρο (Ματθ. 10,2. Λουκ. 6,14) καί ἂλλοτε μετά τόν στενό κύκλο τῶν μαθγτῶν τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή μετά τούς Πέτρο, Ἰωάννη καί Ἰάκωβο (Μαρκ. 3,18. Πράξ. Ἀποστ. 1,13), πάντοτε ὃμως μεταξύ τῶν κυριοτέρων ἀποστόλων. Ὁ στενός αὐτός κύκλος τῶν τεσσάρων μαθητῶν, πού ἦταν δύο ζεῦγη ἀδελφῶν (Ἀνδρέας-Πέτρος, Ἰάκωβος-Ἰωάννης), δέν εἶναι ἂσχετος πρός τήν προτεραιότητα τῆς κλήσης τους στό ἀποστολικό ἀξίωμα, στό ὁποῖο ὁ Ἀνδρέας πρῶτος κλήθηκε (Πρωτόκλητος). Ἡ τελευταία μνεία τοῦ Ἀνδρέα στήν Καινή Διαθήκη εἶναι ἡ μαρτυρία τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (1, 13-14), σύμφωνα μέ τήν ὁποία, οἱ ἒντεκα μαθητές παρέμειναν συγκεντρωμένοι σέ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ «προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδόν τῆ προσευχῆ σύν γυναιξῖ καί Μαριάμ τῆ μητρί τοῦ Ἰησοῦ καί σύν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ».

          Ἡ ἒλλειψη κάθε πληροφορίας στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων γιά τό ἀποστολικό ἒργο τοῦ Ἀνδρέα μετά τήν Πεντηκοστή δέν εἶναι ἂσχετη πρός τόν σκοπό τῶν Πράξεων, πού ἒδωσαν προτεραιότητα στή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό τά Ἱεροσόλυμα μέχρι τή Ρώμη καί στό ἒργο τῶν ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Ἒτσι ἐξηγεῖται καί τό γεγονός ὃτι ἡ παρακολούθηση τῆς δράσης τοῦ Ἀνδρέα εἶναι δυνατή μόνο μέ βάση τά ἀπόκρυφα Εὐαγγέλιο, Πράξεις καί Μαρτύρια.

          Tό Εὐαγγέλιον Ἀνδρέου ἒχει σήμερα χαθεῖ, ἀλλά εἶναι βέβαιο ὃτι προερχόταν ἀπό τούς κόλπους τῶν Γνωστικῶν καί εἶχε ἀνάλογο περιεχόμενο μέ τίς ἀπόκρυφες Πράξεις. Οἱ ἀπόκρυφες ἐπίσης Πράξεις καί μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, συντάχθηκαν ἀπό τόν Γνωστικό Λεύκιο καί περιέχουν μέ μυθιστορηματικό τρόπο τή δράση τοῦ πρωτοκλήτου ἀποστόλου. Ἡ σύνθεση μυθικῶν καί πραγματικῶν γεγονότων δυσχεραίνει τήν ἱστορική κριτική (Lipsius, Apokyfhen Apostelgeschichten, τομ. 1ος , σ. 543 κ. ἑξ.). Στό ἒργο αὐτό περιέχεται καί ἡ ἐγκύκλιος τῶν πρεσβυτέρων τῆς Ἀχαΐας γιά τόν θάνατο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα. Σημαντικές εἶναι καί οἱ Πράξεις Ἀνδρέα καί Ματθαίου εἰς τήν πόλιν τῶν ἀνθρωποφάγων γιατί σ’ αὐτές στηρίχθηκε ὁ συγγραφέας τοῦ 10ου αἰῶνα γιά τή συγγραφή τοῦ ἒργου Περί τοῦ Βίου, τῶν πράξεων καί τῆς τελευτῆς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου. Οἱ ἀπόκρυφες αὐτές παραδόσεις ἀξιοποιήθηκαν καί ἀπό ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς. Ὁ Ὡριγένης ἀναφέρει ὃτι ὁ Ἀνδρέας κήρυξε στή Σκυθία, ἡ ὁποία ἀπλωνόταν καί στή Νότια Ρωσία, γι’ αὐτό καί ‘ναπτύχθηκε ἰδιαίτερα ἡ παράδοση γιά τή σύνδεση τοῦ χριστιανισμοῦ τῆς Ρωσίας μέ τόν πρωτόκλητο τῶν ἀποστόλων. Ὁ ἐκκλησιαστικός ἱστορικός Εὐσέβιος (PG 20, 216) διέσωσε τήν πληροφορία αὐτή. Ὡστόσο, ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς τοῦ 4ου αἰώνα τονίζουν τήν ἀποστολική δράση τοῦ Ἀνδρέα στήν Ἑλλάδα. Ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός ἀναφέρει τή δράση του στήν Ἢπειρο (PG 36, 228). Ὁ Ἱερώνυμος, σέ ἐπιστολή του Πρός Μαρκέλλαν  (Epist., 59) τονίζει τή δράση καί τό μαρτύριό του στήν Ἀχαΐα, ὃπως καί ὁ   Gaudentius τῆς Βρεσκίας (PL 20, 963) καί ὁ Θεοδώρητος Κύρου  (PG 80, 1805). Ὁ Βασίλειος Σελευκείας συνδυάζει καί τίς δύο παραδόσεις, τονίζοντας ὃτι ὁ Ἀνδρέας μετά τή δράση του στή Σκυθία, κήρυξε στή Θράκη καί τήν Ἑλλάδα (PG 28, 1108). Τή δράση τοῦ Ἀνδρέα στήν Ἀχαΐα, προβάλλει καί τό ἒργο τοῦ Γρηγορίου Τούρ, Liber de miraculis beati Andreae apostoli, πού ἂντλησε ἀπό τά ἀπόκρυφα καί τόν Ἱερώνυμο (ἐκδόσεις M. Bommet, Scriptoresrerummerovingranum, τομ. 1ος, 1883, 826-846). Οἱ παραδόσεις αὐτές ἀναπτύχθηκαν ἀπό τούς μεταγενέστερους (Ψευδο-Ἐπιφάνιος, PG 120, 216-260. Ψευδό-Δωρόθεος Τύρου, PG 92, 1062-1072 Συναξάριον Ἐκκλ. Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος Κάλλιστος, PG 145, 800 κ. ἑξ.).

          Ἰδιαίτερη σημασία ἀπέκτησε ἡ παράδοση γιά τή δράση τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα, μετά τή Σκυθία (δηλ. Ἀλανία, Ζηκχία καί Ταυρική), στήν Ἑλλάδα καί εἰδικότερα σχετικά μέ τήν ἳδρυση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Βυζαντίου καί τή χειροτονία σ’ αὐτήν ὡς ἐπισκόπου τοῦ Στάχυ, ἑνός ἀπό τούς ἑβδομήκοντα μαθητές τοῦ Χριστοῦ: «καί πρός τινα χώραν καλουμένην Ἀργυρόπολιν καταλαβών καί ἐκεῖσε ἐκκλησίαν δειμάμενος, τόν ἓνα τῶν ἑβδομήκοντα μαθητῶν Στάχυν ὀνόματι..., χειροτονήσας τοῦ Βυζαντίου ἐπίσκοπον... Διελθών δέ τήν Θασσαλίαν καί Ἑλλάδα... μέτεισι πρός τήν Ἀχαΐαν,» Ἡ παράδοση αὐτή γιά τήν ἳδρυση τῆς Ἐκκλησίας καί τή χειροτονία ἐπισκόπου τῆς πόλης τοῦ Βυζαντίου, ὃπου κτίστηκε ἀργότερα ἡ Κωνσταντινούπολη, χρησιμοποιήθηκε μέ ἰδιαίτερη ἒμφαση ἀπό τά τέλη τοῦ 6ου αἰ. γιά τήν προβολή τῆς ἀποστολικότητας τοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. (F. DrorniK, The idea of Apostolity in Bizantium and the legend of the Apostle Andrew, 1958).

          Σημαντική ἀπέκτησε σπουδαιότητα καί ἡ παράδοση γιά τή δράση καί τή σταύρωση τοῦ Ἀνδρέα στήν Πάτρα, μετά τήν ἲαση τοῦ Σωσίου ὁ ὁποῖος τόν φιλοξενοῦσε καί τήν  προσέλκυση στό χριστιανισμό τῆς Μαξιμίλλας, συζύγου τοῦ Ρωμαίου ἀνθυπάτου Αἰγεάτη. Ἀλλά καί τήν προσέλευση στόν Χριστιανιασμό ὁλοκλήρου σχεδόν τῆς πόλης τῶν Πατρῶν.  Τό λείψανό του, πού ἐνταφιάστηκε ἀπό τή Μαξιμίλλα καί τόν ἐπίσκοπο Στρατοκλή, διακομίστηκε τό 357 στήν Κωνσταντινούπολη καί κατατέθηκε στόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Κατά τούς παλαιολόγειους ὃμως χρόνους ἀναφέρεται ἡ φύλαξη τῆς Κάρας στήν Πάρα μέχρι τό 1460, ὁπότε ὁ δεσπότης τοῦ Μορέως Θωμᾶς Παλαιολόγος τή μετέφερε στή Ρώμη. Ἡ σύνδεση αὐτή τοῦ Ἀνδρέα μέ τήν Πάτρα ἐξηγεῖ τήν ἰδιαίτερη τιμή πού ἀποδίδει ἡ πόλη στόν πολιοῦχο της.

          Ἀξιόλογο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν καί οἱ δεσμοί τῆς Σικελίας μέ τόν ἀπόστολο Ἀνδρέα, πού ὀφείλονται σέ μεταφορά λειψάνων του κατά τόν 4ο ἢ τόν 6ο  καί τόν 9ο ἀκόμη αἰ. Εἶναι γεγονός ὃτι κατά τόν 11ο αἰ. ὑπῆρχαν πολλοί ναοί στή Σικελία ἀφιερωμένοι στόν ἀπόστολο Ἀνδρέα πού θεωρήθηκε προστάτης τῆς χώρας, ἐνῶ ὁ Σταυρός τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα σέ σχῆμα Χ καθιερώθηκε ὡς ἐθνικό ἒμβλημα.

 

 

Οι σελίδες αυτές σχεδιάζονται και συντηρούνται από την thinkworks.com